- ἀπατηθείς
- ἀπατάωcheataor part pass masc nom/voc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SALOMON — I. SALOMON Abbas S. Gallensis, dein Episcopus Constantiensis stirpe, pietate, doctrinâ clarus. Quaedam versibus composuit. Obiit. A. C. 919. Canis. t. 1. Ant. Lect. Trithem. de Vir. Ill. Germ. Herm. Contr. in Chron. II. SALOMON Dux minoris… … Hofmann J. Lexicon universale
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek